- εὐποιήτῃσι
- εὐποίητοςwell-madefem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευποίητος — εὐποίητος και εϋποίητος, ον (Α) [ευποιώ] ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek